-
1 трап
трап м η σκάλα, η αναβάθρα; сходить (подниматься) по \трапу κατεβαίνω (ανεβαίνω) τη σκάλα* * *мη σκάλα, η αναβάθραсходи́ть (поднима́ться) по трапу — κατεβαίνω (ανεβαίνω) τη σκάλα
-
2 лестиица
лестииц||аж ἡ σκάλα, ἡ κλΐμαξ:винтовая \лестиица ἡ στριφτή σκάλα, ἡ ἐλικοειδής σκάλα· пожарная \лестиица ἡ πυροσβεστική σκάλα· подниматься (спускаться) по \лестиицае ἀνεβαίνω (κατεβαίνω) τή σκάλα.